Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ κίνδυνον

См. также в других словарях:

  • κίνδυνον — κίνδῡνον , κίνδυνος danger masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …   Dictionary of Greek

  • бѣда — БѢД|А (640), Ы с. 1.Беда, бедствие, несчастье: Въ влънахъ житиискахъ ѥси. въ боури ли морьскѣи бѣдоу приѥмлеши. показаю ти с҃ноу мои. истиньна˫а пристанища. Изб 1076, 14; она же соуща въ такои бѣдѣ много мол˫астас˫а ст҃ыма страстотрьпьцема. СкБГ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • бѣдьныи — (38) пр. 1.Бедственный, опасный: отъ недоуга дългаго. и бѣдьнааго (ἐπικίνδύνου) КЕ XII, 186а; Блг(с)влю г(с)а на всѩко. времѩ. не въ бл҃го д҃ни токмо жити˫а. нъ и въ бѣдныхъ временѣхъ. (περιστατικοῖς) ПНЧ 1296, 109 об.; ˫ако любѩщимъ б҃а не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ALYSSUS — sons Arcadiae in Peloponncio, morsus rabidi canis sanans. pausan. in Arcad. Πηγὴ δέ ἐςτιν ἀυτόθι ὕοατος ψυχροῦ, δύο μάλιςτα ἀπὸ τοῦ ἄςτεος άπωτέρω ςταδίοις, καὶ ύπὲρ ἀυτῆς πλάτανος πεφυκυῖα, ὅς ???ἄν ὑπὸ κινὸς κατάχετος λύςςη, ἤτοι ἔλκος, ἢ καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • FIBRARUM Inspectio — pars Extispicinae, Graecis Generali vocabulo ἱεροσκοπία, et a fibris hepatis inprimis, Η῾πατοσκοπία dicta est. Dictae enim sunt Fibrae, iecoris extremitates, λοβοὶ, nomenqueve ex eo nactae sunt, quod apud Gentiles in sacris ad Phoebi aras ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • αναρρίπτω — και χνω (AM ἀναρρίπτω) (Α ποιητ. ἀναρριπτέω) 1. ρίχνω κάτι προς τα επάνω 2. φρ. «ἀνερρίφθω ὁ κύβος» ας ληφθεί η απόφαση ας διακινδυνεύσουμε τα πάντα νεοελλ. 1. ρίχνω πέρα ή πίσω, ρίχνω για προφύλαξη αρχ. 1. εκτοξεύω 2. θέτω σε κίνηση, υποκινώ… …   Dictionary of Greek

  • διεκφεύγω — (Α) [εκφεύγω] 1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω 2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.) νεοελλ. (αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου …   Dictionary of Greek

  • επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»